ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ....
[....
ΤΣΙΚΝΟΠΕΦΤΗ ΦΤΙΑΧΝΑΝ ΤΟ ΠΑΣΤΟ
«Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά.
Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστιμίζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε «λεβέτι» έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε «λαγήνες» (δοχεία πήλινα), και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ονομαστό φαγητό από «παστό» ήταν οι «καγιανάδες»- οι «αλιμοκαγιανάδες», με κρεμύδι κι αυγά.
Διαδικασία εβδομάδας γιορταστική, με λιχουδιές λογιών – λογιών, κρασί, τραγούδι. Κι «έχει ο Θεός», αφού έδωσε για να έχει κι ο Χριστιανός για όλη τη χρονιά, όλα τα καλά. Και γουρναλοιφή, και τσιγαρίδες και λουκάνικα, και παστό και πυτιά, και γουρνοσάπουνο, και γουρνοτσάρουχα, αλλά και την καπνοσακούλα από τη φούσκα.Για τούτο πρέπουν τις μέρες αυτές γιορτάσια και χαρές. Και «μεγάλη νάναι η χάρη Του».
Στη υγειά μας, λοιπόν, με «καράτζαφλο» με συκώτι με ψιλό κρεμύδι, με «οματιές» και κρασί… και πειράγματα…
Η μάνα Γη μας τρέφει καλά… καιρός χαράς, καιρός να ξεχαστούμε…τώρα…κι αυτή την εβδομα΄δα την εβδομάδα της «απολυτής», της «προφωνήσιμης» «προφωνής». ...]
[....
ΤΣΙΚΝΟΠΕΦΤΗ ΦΤΙΑΧΝΑΝ ΤΟ ΠΑΣΤΟ
«Τσικνοπέφτη» ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό». Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή». Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά.
Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστιμίζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε «λεβέτι» έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε «λαγήνες» (δοχεία πήλινα), και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ονομαστό φαγητό από «παστό» ήταν οι «καγιανάδες»- οι «αλιμοκαγιανάδες», με κρεμύδι κι αυγά.
Διαδικασία εβδομάδας γιορταστική, με λιχουδιές λογιών – λογιών, κρασί, τραγούδι. Κι «έχει ο Θεός», αφού έδωσε για να έχει κι ο Χριστιανός για όλη τη χρονιά, όλα τα καλά. Και γουρναλοιφή, και τσιγαρίδες και λουκάνικα, και παστό και πυτιά, και γουρνοσάπουνο, και γουρνοτσάρουχα, αλλά και την καπνοσακούλα από τη φούσκα.Για τούτο πρέπουν τις μέρες αυτές γιορτάσια και χαρές. Και «μεγάλη νάναι η χάρη Του».
Στη υγειά μας, λοιπόν, με «καράτζαφλο» με συκώτι με ψιλό κρεμύδι, με «οματιές» και κρασί… και πειράγματα…
Η μάνα Γη μας τρέφει καλά… καιρός χαράς, καιρός να ξεχαστούμε…τώρα…κι αυτή την εβδομα΄δα την εβδομάδα της «απολυτής», της «προφωνήσιμης» «προφωνής». ...]