Ηταν μια φορά και εναν καιρό μια περιοχή πευκόφυτη. Ενας παράδεισος κτισμένος στους πρόποδες του βουνού μέσα σε μια κοιλάδα όπου ρέει ο Αλφειός ποταμός. Κατάφυτος με πεύκα , καρυδιές , πλατάνια. .....Αυτή ήταν η Ολυμπία....
Το μέρος που πέρασα σαν παιδί ανέμελες καλοκαιρινές διακοπές. Κάθε χρόνο, ολο τον Αύγουστο, για περισσότερα απο δεκαπέντε χρόνια. Ακόμη και τώρα που κατεβαίνω για μια -δυο μέρες, οταν πιάνουμε τα όρια του Ν.Ηλείας καταλαβαίνουμε αμέσως την διαφορά. Η μυρωδία του πεύκου γαργαλάει τα ρουθούνια μας και το δυνατό καλοκαιρινό φως παίζει με τις σκιές απο τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Τότε με πιάνει μια ανατριχίλα, ένα ρίγος , μια γλυκιά συγκίνηση, ξαναγίνομαι παιδί. Το μυαλό μου κατακλύζουν εικόνες της γιαγιάς και του παππού να μας περιμένουν στην πόρτα ... Λίγο πριν μπούμε στο χωριό, στο γιοφύρι ο μπαμπάς ξεκίναγε τα κορναρίσματα, οταν δε, περνάγαμε την τελευταία στροφή, δεν κρατιόμασταν , η αδερφη μου και εγω , ξεφωνίζαμε σαν μεθυσμένες.Μεθυσμένες απο χαρά που μπροστά μας προβάλλανε οι φιγούρες των αγαπημένων μας προσώπων.
Μπαίνοντας στην δεκαετία των είκοσι πήγαινα όλο και πιο αραιά. Κέρδιζαν τα νησάκια με το αμόρε και την παλιοπαρέα αλλα έστω και μια φορά το χρόνο κατέβαινα στο χωριό.
Τελευταία φορά αντίικρυσα την απαράμιλλη αυτή ομορφιά την περασμένη Τρίτη. Οκτώ μέρες πριν. Πέμπτη αργά το βράδυ ξεκινήσαμε την επιστροφή. Παρασκευή πρωι μας βρίσκει εμάς στην Αθήνα και την Ηλεία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η φωτιά έφτανε όλο και πιο κοντά . Δεν πιστεύαμε ομως οτι θα φτάσει στο χωριό. Τα πρώτα γνώριμα και αγαπημένα μέρη άρχισαν να γίνονται πρώτη είδηση στα κανάλια.
Φλέγονται, η Ζαχάρω , ο Καιάφας , τα χωριά γύρω απο την Κρέστενα. Σάββατο πρωί με είχαν ζώσει τα φίδια. Οι γονείς μου, οι θείες μου , τα ξαδέρφια ήταν ακόμη κάτω. Οταν η φωτιά την Κυριακή το πρωί γύρισε και άρχισε να καίει το επάνω μέρος του χωριού τρελαθήκαμε. Πλάτανος, Πελόπιο και ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας ....Οι δικοί μου επιστρέφουν όπως-όπως ,με παρακάμψεις εφόσον οι δρόμοι δεν είναι όλοι ανοικτοί. Περνάνε δίπλα απο τις φλόγες ή σε άλλα σημεία δίπλα απο τα αποκαίδια.Τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο.....
Κυριακή μεσημέρι τηλεφωνούμε στον ξάδερφο που μένει μόνιμα στο χωριό. Η φωτιά έχει μπεί στην αυλή του και οι φλόγες ανεβαίνουν στην κεραμοσκεπή. Το χωριό βρίσκεται σε πύρινο κλοιό, οι φλόγες το γλείφουν γύρω-γύρω, το ίδιο και απέναντι απο το δικό μας σπίτι.
Οι κάτοικοι ευτυχώς δεν το είχαν εκγαταλείψει. Εσβησαν
ΜΟΝΟΙ τους τις φωτιές απο τις αυλές των σπιτιών. Δεν εμφανίστηκε σε αυτές τις 4 μέρες που μαίνονται οι πυρκαγιές,
ΟΥΤΕ ΕΝΑ πυροσβεστικό όχημα,
ΟΥΤΕ ΕΝΑ αεροπλάνο,
ΚΑΝΕΝΑΣ υπεύθυνος του κρατικού μηχανισμού....
Δόξα το Θεό το χωριουδάκι μου σώθηκε, προς το παρόν τουλάχιστον, γιατί στα γύρω μέρη έχουν ακόμη σοβάρο πρόβλημα.
Η αφήγηση ομως δεν μπορεί να τελειώσει με το ίδιο ύφος που ξεκίνησε. Δεν έζησαν όλοι αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Η ζωή μας κυλάει απο το κακό στο χειρότερο......για τα παιδιά μας και για τα εγγόνια μας το μέλλον φαντάζει εφιάλτης...Η Ολυμπία, ολόκληρη η Πελοπόννησος, ο κόσμος όλος, δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος..!